τεμαχιστός

τεμαχιστός
η , ό[ν] разрубленный, разрезанный на куски; искромсанный (разг )

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "τεμαχιστός" в других словарях:

  • τεμαχιστός — ή, ό / τεμαχιστὸς, ή, όν, ΝΜΑ [τεμαχίζω] κομμένος σε κομμάτια, τεμαχισμένος …   Dictionary of Greek

  • τεμαχιστός — ή, ό κομματιαστός, κατακομμένος: Το σουβλάκι γίνεται από τεμαχιστό κρέας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τεμαχιστοί — τεμαχιστός sliced and salted masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεμαχιστούς — τεμαχιστός sliced and salted masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεμαχιστικός — ή, ό, Ν [τεμαχιστός] ο χρήσιμος για τεμαχισμό …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»